- υπερεπιτατικός
- -ή, -όν, ΜΑ [ἐπιτατικός]γραμμ. α) πολύ επιτατικός·β) αυτός που δηλώνει διπλή επίταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερεπιτατικόν — ὑπερεπιτατικός doubly intensive masc acc sg ὑπερεπιτατικός doubly intensive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)